λεπτόσπερμος

λεπτόσπερμος
λεπτό-σπερμος, ον,
A with small seeds, Dsc.4.93.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόσπερμος — with small seeds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόσπερμος — η, ο (Α λεπτόσπερμος, ον) νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το λεπτόσπερμο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μυρτίδες αρχ. αυτός που έχει λεπτά, μικρά σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος,… …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”